- περιθωριακός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περιθώριο, που βρίσκεται στο περιθώριο: Περιθωριακές σημειώσεις, προσθήκες, διορθώσεις.2. αυτός που δρα έξω από παραδομένα όρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.