περιθωριακός

περιθωριακός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περιθώριο, που βρίσκεται στο περιθώριο: Περιθωριακές σημειώσεις, προσθήκες, διορθώσεις.
2. αυτός που δρα έξω από παραδομένα όρια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περιθωριακός — ή, ό, Ν [περιθώριο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περιθώριο («περιθωριακές σημειώσεις) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περιθώριο τής κοινωνίας (α. «περιθωριακή μειονότητα» σύνολο ατόμων με ιδιόρρυθμη κοινωνική συμπεριφορά και με κύριο …   Dictionary of Greek

  • περιφερειακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιφέρεια 2. ο περιθωριακός 3. το αρσ. ως ουσ. ο περιφερειακός ο δρόμος που διατρέχει ολόγυρα, χωρίς να περνάει μέσα από μια περιοχή 4. φρ. α) «περιφερειακή ανάπτυξη» η οικονομική ανάπτυξη τών… …   Dictionary of Greek

  • Λελούς, Κλοντ — (Claude Lelouch, Παρίσι 1937 –). Γάλλος σκηνοθέτης, σεναριογράφος, διευθυντής φωτογραφίας και παραγωγός του κινηματογράφου. Σπούδασε στο κολέγιο Sainte Barbe και έγινε διάσημος στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 με το ρομαντικό δράμα Ένας άνδρας …   Dictionary of Greek

  • Μπελμοντό, Ζαν-Πολ — (Jean Paul Belmondo, Γαλλία 1933 –). Γάλλος ηθοποιός και παραγωγός του κινηματογράφου. Αν και σπούδασε μουσική στράφηκε μετά στην ηθοποιία, συνδέοντας το όνομα του με μία από τις λαμπρότερες στιγμές του «νέου κύματος» του σινεμά της πατρίδας του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”